- ρυπαρός
- -ή, -ό / ῥυπαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» — λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.)2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.)αρχ.1. αγενής, αγροίκος2. (για νόμισμα) κατασκευασμένος από ευτελές μέταλλο ή από μίγμα αργύρου ή χρυσού («ἀργυρίου ῥυπαρὰς δραχμὰς τεσσαράκοντα», πάπ.)3. (για σιτηρά) αυτός που δεν έχει λιχνιστεί («κριθὴ ῥυπαρά», πάπ.)4. μτφ. (για πρόσ.) μικροπρεπής ή αισχροκερδής ή φιλάργυρος.επίρρ...ρυπαρώς / ῥυπαρῶς ΝΜΑ, και ρυπαρά Νμε ρυπαρό, ανήθικο τρόποαρχ.με μικροπρεπή τρόπο, με δουλοπρέπεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ρύπος].
Dictionary of Greek. 2013.